πυρεκβόλος — ο / πυρεκβόλος, ον, ΝΑ αυτός που εκπέμπει ή παράγει φωτιά («πυρεκβόλος λίθος» η τσακμακόπετρα) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πυρεκβόλο τεμάχιο πυρολίθου και τεμάχιο χάλυβα με την τριβή τών οποίων παράγονται σπινθήρες φωτιάς, αναπτήρας, τσακμάκι αρχ … Dictionary of Greek
πυρέκβολον — πυρέκβολος fire throwing machines masc/fem acc sg πυρέκβολος fire throwing machines neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρεκβόλου — πυρέκβολος fire throwing machines masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρεκβόλους — πυρέκβολος fire throwing machines masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρεκβόλων — πυρέκβολος fire throwing machines masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρέκβολα — πυρέκβολος fire throwing machines neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
FOCARIS Lapis — vox infimae Latinitatis, est πυρεῖον, πυρέκβολος λίθος, lapis igniarius, pyrites Plin. l. 36. c. 19. Pyritarum etiamnum aliqui genus unum saciunt, plurimum habens ignis, quos vivos appellamus, et ponderosissim sunt. Hi exploratoribus castrorum… … Hofmann J. Lexicon universale
πυρεκβολίτης — ὁ, Α (ενν. λίθος) λίθος ο οποίος ήταν ονομαστός για την εκβολή σπινθήρων με τους οποίους άναβαν φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρεκβόλος + κατάλ. ίτης (πρβλ. σελην ίτης)] … Dictionary of Greek
πυρεκβολώ — έω, Μ [πυρεκβόλος] παράγω φωτιά … Dictionary of Greek
πυρεκβόλιο — το, Ν χαλύβδινο εξάρτημα τών παλαιών εμπροσθογεμών όπλων στο οποίο προσέκρουε ο πυριτόλιθος και μετέδιδε τη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρεκβόλος. Η λ., στον λόγιο τ. πυρεκβόλιον, μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek